θρεπτή

θρεπτή
θρεπτός
slave bred in the house
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρεπτός — θρεπτός, ή, όν (Α) [τρέφω] 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ θρεπτός και ἡ θρεπτή ο δούλος που έχει ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του 2. υιοθετημένο βρέφος 3. οικόσιτος μαθητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”